εὐκόρυφος

εὐκόρυφος
εὐκόρῠφος, ον, ([etym.] κορυφή)
A with handsome head, Herm. ap. Stob.1.49.45: metaph., of sentences, well wound up, ending well, D.H.Dem. 40,43.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευκόρυφος — εὐκόρυφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι 2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • εὐκορύφους — εὐκόρυφος with handsome head masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκόρυφοι — εὐκόρυφος with handsome head masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”